επωφελούμαι

επωφελούμαι
μετ. , αμετ. пользоваться, воспользоваться, извлекать пользу;

επωφελούμαι (εκ) της περιστάσεως ( — или της ευκαιρίας) — или επωφελούμαι την περίστασιν ( — или την ευκαιρία) — воспользоваться случаем


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επωφελούμαι" в других словарях:

  • επωφελούμαι — επωφελούμαι, επωφελήθηκα βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επωφελούμαι — (AM ἐπωφελῶ, έω) [ωφελώ] νεοελλ. χρησιμοποιώ, αξιοποιώ τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την περίσταση») αρχ. ωφελώ, βοηθώ («κεῑνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επωφελούμαι — επωφελήθηκα, επωφελημένος, ωφελούμαι από κάτι, μεταχειρίζομαι κάτι με τρόπο επωφελή, χρήσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναποχρώμαι — άομαι, Α 1. εκμεταλλεύομαι κάτι, επωφελούμαι από κάτι μαζί με άλλον 2. κάνω κατάχρηση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποχρῶμαι «επωφελούμαι, μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια»] …   Dictionary of Greek

  • φαγείν — και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α 1. τρώγω («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.) 2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β ἔ φαγ ον (απρμφ. φαγεῖν) τού ρ. ἐσθίω «τρώγω»… …   Dictionary of Greek

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • απονέμω — (AM ἀπονέμω) νεοελλ. προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση αρχ. Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω 2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ 3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος 4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι …   Dictionary of Greek

  • αποχρώ — ἀποχρῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (Α) Ι. 1. αρκώ, επαρκώ 2. απρόσ. είναι αρκετό, αρκεί 3. ( ώμαι) α) είμαι ευχαριστημένος με κάτι, ικανοποιούμαι β) μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, επωφελούμαι 4. κάνω κατάχρηση 5. καταστρέφω, σκοτώνω II. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»